DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Schlauchleitung f f =, -en
gen. εύκαμπτος σωλήνας
met., el. καλώδιο υψηλής έντασης; εύκαμπτο καλώδιο καμίνου
nat.sc., transp., tech. εύκαμπτη σωλήνα; εύκαμπτος αγωγός
Schlauchleitung
: 4 phrases in 4 subjects
Agriculture1
Environment1
Materials science1
Mechanic engineering1