DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | noun | verb | to phrases
Schlag m m -(e)s, Schläge
forestr. υλοτόμιο; ρίψη; κοπή
health. shock; καρδιαγγειακή καταπληξία; καταπληξία
med. πλήγμα; αιφνίδια προσβολή; κτύπημα
Schlagen n
med. παλμικός κτύπος; σφυγμός; παλμός; παλμική κίνηση
schlagen n
med. πάλλομαι νb πάλθηκα; κτυπώ κτύπησα; χτυπώ χτύπησα; σφύζω
Schlagen v
agric. κτύπημα
industr., construct. χτύπημα
mech.eng. χτύπημα του κινητήρα
mech.eng., el. παλινδρόμηση πτερυγίων κάθετη προς τη ροή
Schlag v
agric. υλοτόμηση; τμήμα γης
agric., construct. προνομιακή ζώνη κατά το "Block system"
agric., econ. αγροτεμάχιο
anim.husb. ποικιλία
astronaut., transp. Πρόσκρουση
el. σπείρωση
fish.farm. πλέξιμο σχοινιού
health. κυκλοφορική καταπληξία
industr., construct. δίωξη σαΐτας
mech.eng. κτύπημα πρέσσας
mech.eng., construct. έννοια συστροφής κλώνων
met., construct. κρούση
scient., mater.sc. εκκεντρότητα
tech., industr., construct. κλίση
schlagen v
fish.farm. πλέκω
mech.eng. τοποθετώ ήλο
Schlagen
: 56 phrases in 17 subjects
Agriculture2
Business2
Chemistry1
Electronics8
Finances1
Food industry1
General15
Hobbies and pastimes1
Industry2
Life sciences2
Mechanic engineering3
Medical3
Metallurgy2
Natural sciences3
Statistics1
Technology3
Transport6