DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Schlag m m -(e)s, Schläge
forestr. υλοτόμιο; ρίψη; κοπή
health. shock; καρδιαγγειακή καταπληξία; καταπληξία
med. πλήγμα; αιφνίδια προσβολή; κτύπημα
Schlag v
agric. υλοτόμηση; τμήμα γης
agric., construct. προνομιακή ζώνη κατά το "Block system"
agric., econ. αγροτεμάχιο
anim.husb. ποικιλία
astronaut., transp. Πρόσκρουση
el. σπείρωση
fish.farm. πλέξιμο σχοινιού
health. κυκλοφορική καταπληξία
industr., construct. δίωξη σαΐτας
mech.eng. κτύπημα πρέσσας
mech.eng., construct. έννοια συστροφής κλώνων
met., construct. κρούση
scient., mater.sc. εκκεντρότητα
tech., industr., construct. κλίση
Schlagen v
agric. κτύπημα
industr., construct. χτύπημα
mech.eng. χτύπημα του κινητήρα
mech.eng., el. παλινδρόμηση πτερυγίων κάθετη προς τη ροή
schlagen v
fish.farm. πλέκω
mech.eng. τοποθετώ ήλο
Schlag
: 53 phrases in 15 subjects
Agriculture2
Business2
Chemistry1
Electronics8
Finances1
Food industry1
General16
Hobbies and pastimes1
Industry2
Life sciences2
Mechanic engineering3
Metallurgy2
Natural sciences3
Technology3
Transport6