DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Schlacke f f =, -n
industr. σκουριά
Schlacken v
gen. σκωρία
Schlacke v
environ. σκωρία; σκωρία μεταλλεύματος
industr. σκωρία πυθμένα κλιβάνου
industr., construct., met. λεκές μετάλλου
transp., chem. κλίνκερ; συσσωματώματα υπολειμμάτων καύσης
Schlacken Erst- und Zweitschmelze v
environ. Σκωρίες πρώτη και δεύτερη εξαγωγή μετάλλου
Schlacken
: 47 phrases in 4 subjects
Construction2
Environment7
General3
Metallurgy35