DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Schilf n n -(e)s, -e
environ. ραβδόγλυφα; ετήσιοι δακτύλιοι (κορμού δέντρου); καλαμιώνας; ραβδόγλυφα/ετήσιοι δακτύλιοι κορμού δέντρου/καλαμιώνας
med. καλάμι
nat.sc., agric. καλαμάγρωστις (Calamagrostis spp.)