DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Schiff n n -(e)s, -e
commun. σελιδοθέτης
Schiff v
agric. είδος θερμοκηπίου με διπλή πλευρά
commun. τετράγωνη περιχειλωτή σανίδα στην οποία ο στοιχειοθέτης βάζει τους συντεθέντες χαρακτήρες
construct. φάτνωμα; διαμήκες τμήμα κτιρίου
environ. πλοίο
Schiffer v
agric. πλοίαρχος μικρού πλοίου
transp. καπετάνιος; καραβοκύρης
Schiff
: 341 phrases in 28 subjects
Agriculture13
Chemistry2
Communications15
Cultural studies1
Ecology1
Economy3
Electronics1
Energy industry3
Environment4
Finances13
Fish farming pisciculture7
General18
Health care1
Information technology3
Insurance5
International trade1
Labor law2
Law7
Marketing3
Mechanic engineering3
Medical8
Mineral products1
Natural sciences1
Social science1
Statistics1
Taxes1
Transport221
United Nations1