DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Scherbruch m
earth.sc., industr., construct. διάτμηση
industr., construct., chem. Σπάσιμο; θρυμμάτισμα γυαλιού σε υαλόθραυσμα
life.sc., construct. ρήξις διά διατμήσεως
mater.sc., met. θραύση από διάτμηση