DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Scherbolzen m
gen. περόνη ασφαλείας
mech.eng. πείρος θραύσης; πείρος ασφαλείας έναντι υπερφόρτισης
met., tech. βίδα ρήξης; βίδα ρωγμής
transp., mech.eng. πείρος διάτμησης; ράβδος διάτμησης