DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | verb | adjective | to phrases
Saugen n
med. αναρρόφηση; εκμύζηση
Säugen n
health., food.ind. θηλασμός (lactatio); μικρό που θηλάζει (lactatio)
saugen n
med. αναρροφώ αναρρόφησα; απορροφώ απορρόφησα
Saugen v
med. πιπίλισμα
Säugen v
med. θηλασμός; γαλουχία; βύζαγμα; γαλακτισμός
saugen v
agric. θηλάζω
Sog v
el., construct. αναρρόφηση; οπισθέλκουσα πίεση
Saug- adj.
med. αναρροφητικός; μυζητικός; απορροφητικός
Saugen
: 18 phrases in 9 subjects
Agriculture3
Chemistry1
Hobbies and pastimes2
Industry1
International trade1
Materials science1
Mechanic engineering7
Medical1
Microsoft1