DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Samen m m -s, =
environ. σπόριο βιολογικός όρος
forestr. σπόρος μύκητα
med. σπέρμα; σπόρος; σπερματικό υγρό; υγρό περιέχον σπερματοζωάρια
nat.sc. ψύχα του πυρήνα σαρκώδους φρούτου
Samen- m
med. σπερματικός
Samen
: 36 phrases in 5 subjects
Agriculture24
Health care2
Medical2
Natural sciences7
Statistics1