DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Säumen m
industr., construct., met. στρογγύλεμα του χείλους
Saum m m -(e)s, Säume
health. μανδύας
industr., construct. ρέλιασμα
med. όριο; σύνορο; χείλος
nat.sc., life.sc. Παρυφή όριο
säumen m
industr., construct., met. κόβω τα άκρα; κόβω τα μπορ
Säumen
: 5 phrases in 3 subjects
Industry2
Metallurgy1
Technology2