DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | verb
Rotten f
agric. ύγρανση κανάβεως; διάβρεξη λίνου; διαβροχή κάναβης
industr., construct. μούλιασμα
Rotten v
agric. ύγρανση λίνου
industr., construct. μούσκεμα
Rotte v
agric. διάβρεξη λίνου; διαβροχή κάναβης; ύγρανση κανάβεως; ύγρανση λίνου
environ. κατεργασία βαθέος φρέατος
rötend v
med. ερυθηματογόνος; φλογιστικός; ερεθιστικός