DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Rodung f f =, -en
agric. καθαρισμός γαιών; μέτρο εκρίζωσης
environ. εκχέρσωση
transp. εκρίζωση
Rodung v
forestr. αποψίλωση (δάσους); αποδάσωση
Rodung
: 5 phrases in 3 subjects
Agriculture1
Environment3
General1