DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Rille n
industr., construct., chem. Eξόγκωμα
Rillen v
agric. ραβδώσεις
agric., construct. στενοί και αβαθείς αύλακες διηθήσεως
industr., construct. πίκμανση
Rille v
chem., el. πήχυς ώθησης
construct. λαιμός
industr., construct. αυλάκωση; λούκι; εσοχή; χαραγή
industr., construct., chem. ραφή,μαγκώματα καλουπιού; σχισμή
met. ραφή
tech. πίκμανση
transp. αυλάκι; αύλακας; εγκοπή; εντομή; εντορμία; πατούρα; ράβδωση
Rillen
: 29 phrases in 9 subjects
Agriculture7
Electronics11
Information technology1
Materials science2
Mechanic engineering3
Medical1
Metallurgy2
Technology1
Transport1