DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Rentner m m -s, =
insur. δικαιούχος συντάξεως
insur., IT, lab.law. δικαιούχος σύνταξης
insur., lab.law. δικαιούχος μιας σύνταξης
social.sc., lab.law. συνταξιούχος; αποσυρθείς από την εργασία
stat., insur., econ. συνταξιούχος υπάλληλος
Rentner
: 8 phrases in 4 subjects
Insurance2
Labor law1
Law3
Social science2