DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Reizstoff m m -(e)s, -e
chem. ερεθισμός; παράγοντας ελέγχου ταραχών
med. διεγερτικό; ερεθιστικό; τονωτικό; διεγερτικός παράγοντας