DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Reif adj.
agric. άχνη
earth.sc., mech.eng. παγετός
life.sc., el. δροσόπαγος
mech.eng. κολάρο
Reifen adj.
chem. ωρίμανση
environ. ελαστικό αυτοκινήτου
hobby στεφάνη; τσέρκι
industr., construct. ωρίμαση
transp., mech.eng. ελαστικό με αεροθάλαμο; επίσωτρο του τροχού
Reife adj.
health. πλήρης ανάπτυξη; ωρίμανση
med. ωριμότητα
reif adj.
med. ώριμος; πλήρως ανεπτυγμένος
reifen adj.
health. ωριμάζει
Reif
: 70 phrases in 11 subjects
Agriculture11
Earth sciences1
Economy1
Education1
Environment1
Fish farming pisciculture1
Industry5
Medical3
Natural sciences4
Social science1
Transport41