DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Reiben adj.
industr., construct. διεύρυνση οπών
med. τριβή; ήχος τριβής; ήχος τριψίματος; φύσημα
met., mech.eng. γλείφανση
reiben adj.
mater.sc. φθείρομαι από την τριβή
med. τρίβω έτριψα
Reiben
: 5 phrases in 4 subjects
Agriculture1
Chemistry2
General1
Industry1