DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Regler m m -s, =
el. ρυθμιστής έντασης φωτός; διακόπτης μεταβλητού φωτισμού; εξασθενιστής; ρεοστατικός διακόπτης
mater.sc. σύστημα αυτομάτου ελέγχου
mech.eng. ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; ρυθμιστής αντλίας πετρελαίου
mech.eng., el. διακόπτης αποκοπής
transp. ρυθμιστής στροφών
Regler
: 58 phrases in 11 subjects
Astronautics1
Chemistry4
Communications5
Construction1
Earth sciences3
Electronics23
Environment1
Information technology3
Materials science1
Mechanic engineering11
Transport5