DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Raupenschlepper m -s, =
forestr. ερπυστριοφόρος ελκυστήρας (τρακτέρ)
transp. ερπυστριοφόρος m
transp., agric. ερπυστριοφόρος ελκυστήρας; ελκυστήρας με ερπύστριες