DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Rast f f =, -en
mech.eng. βλητροδόχη; εγκοπή
Rast v
mech.eng. υποδοχέας βύσματος ή πείρου αναστολής
met. βάση
Raster v
commun. κόσκινο
comp., MS πλέγμα
cultur. ίχνος των γραμμών; οθόνη
environ. ράστερ; πλέγμα σάρωσης; ψηφιδοπλέγμα
IT πλαίσιο μετάδοσης
mech.eng. πλέγμα σάρωσης οθόνης καθοδικού σωλήνα
RAST v
med. ραδιοανοσιακή μέθοδος στερεάς φάσης; ραδιοαλλεργοπροσροφητική δοκιμασία; ραδιο-ανοσολογική μέθοδος; ραδιοαλλεργοπροσροφητική δοκιμή
Raste v
earth.sc., mech.eng. άγκιστρο
mech.eng. υποδοχέας βύσματος ή πείρου αναστολής; οπή
Rasen v
el. ζώνη επιτήρησης
 German thesaurus
RAST abbr.
abbr., med. Radioallergosorbent-Test; Radioallergosorbenttest
electr.eng. Raster-Anschluss-Steck-Technik (http://de.wikipedia.org/wiki/RAST-Steckverbinder Andrey Truhachev)
med. CAP (радиоаллергосорбентный тест Лорина)
Rast
: 29 phrases in 14 subjects
Agriculture2
Communications3
Cultural studies1
Earth sciences3
Economy1
Electronics1
Environment5
Health care2
Industry2
Information technology1
Medical1
Microsoft3
Natural sciences3
Transport1