DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | noun | to phrases
Rühren n
agric. επιφανειακό σκάλισμα
Rühren n
agric. πολύ επιφανειακό σκάλισμα; τσουγκράνισμα
industr., construct., met. ανακάτεμα
met. ανάδευση
Ruhr n
health. δυσεντερία
Rührer n
chem. αναδευτήρας
Rühren
: 12 phrases in 6 subjects
Agriculture4
Chemistry1
Health care2
Industry1
Medical3
Natural sciences1