DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | noun | to phrases
Röhre f f =, -n
commun. λυχνία ραδιοσυσκευής
el. ρυθμιστική λυχνία
med. σωλήνας; αυλός
nat.res., health., anim.husb. κερκίδα
Rohre f
econ. σωληνώσεις
Rohr n n -(e)s, -e
agric. άκαμπτος αγωγός; άκαμπτος αυλός
econ. σωλήνας
environ. αγωγός; πίπα; στήλη μεταλλεύματος; σωλήνωση; σωλήνας/σωλήνωση/στήλη μεταλλεύματος/αγωγός/πίπα
industr., construct., chem. σωλήνα
mech.eng. άκαμπτη σωλήνα; μεταλλική σωλήνα
med. σωληνίσκος; εγχυτήρας; κάννουλα
met. μαντρέν; άξονας
Röhre
: 170 phrases in 22 subjects
Agriculture7
Chemistry13
Coal2
Communications5
Construction6
Earth sciences6
Economy1
Electronics10
Environment5
General1
Health care4
Industry19
Information technology3
Life sciences3
Mechanic engineering21
Medical10
Metallurgy30
Municipal planning1
Natural resourses and wildlife conservation3
Natural sciences6
Technology8
Transport6