DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Pustel f =, -n
med. φλύκταινα f; μπιμπίκι; πυώδης φουσκάλα
Pustel- f
med. φλυκταινοειδής m; φλυκταινώδης
Pustel
: 3 phrases in 1 subject
Medical3