DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Pulpe f f =, -n
industr. ξυλοπολτός; χαρτοπολτός; χαρτοπολτός ξυλείας
Pülpe f
agric. πούλπα
agric., food.ind. πολτός; σάρκα
Pulpa f
med. πολφός; σάρκα
Pulpe
: 13 phrases in 5 subjects
Agriculture1
Environment1
Industry1
Medical7
Natural sciences3