DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Puffer m m -s, =
transp., mech.eng. ανασταλτήρας; αποσβεστήρας; προσκρουστήρας; συγκρατήρας
Puffer v
IT, dat.proc. ενδιάμεση μνήμη αλλαγής φορέα
mech.eng. διαχωριστικός χώρος; ενδιάμεσος χώρος; επικάθιση
med. ρυθμιστικό διάλυμα
tech. αποσβεστήρας ταλαντώσεων' αμορτισέρ
transp. αποσβεστήρας κρούσεων; σημείο τερματισμού προφυλακτήρα
transp., industr., construct. προφυλακτήρας πρόσκρουσης
transp., mech.eng. συγκρουστήρας
Puff v
med. εξόγκωμα; χρωμοσωμική διόγκωση; διόγκωση
Puffen v
industr., construct., met. προφύσημα
Puffer
: 40 phrases in 13 subjects
Agriculture1
Electronics3
Environment1
Finances2
General2
Information technology4
Mechanic engineering9
Metallurgy1
Microsoft1
Natural resourses and wildlife conservation1
Natural sciences1
Pharmacy and pharmacology2
Transport12