DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | noun | to phrases
Proliferation f
gen. διάδοση
med. πολλαπλασιασμός,αναπαραγωγή; ανάπτυξη; πολλαπλασιασμός; αναπαραγωγή
Proliferations- n
med. αυξητικός; πολλαπλασιαστικός
Proliferation
: 8 phrases in 3 subjects
General5
Health care1
Medical2