DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Presser v
commun. πιεστής
industr., construct., met. χειριστής πρέσσας
Pressen v
gen. κοκκοποίηση; πελλετοποίηση; σύμπηξη
agric., industr. σύνθλιψη
el. καλούπωμα με συμπίεση
environ. πίεση; έκθλιψη; λιθοκόλληση; συμπίεση; πίεση/συμπίεση/έκθλιψη/λιθοκόλληση
industr., construct. γκοφράρισμα; πρεσσάρισμα
Presse v
agric. πρέσσα; πιεστήριο; πρέσσα
environ. πιεστήριο; πρέσα
industr., construct., chem. πρέσσα συμπιέσεως
industr., construct., met. διάταξη εκτύπωσης
pressen v
agric. κοκκοποιώ; συμπιέζω
Presser
: 88 phrases in 14 subjects
Agriculture14
Chemistry15
Communications4
Earth sciences1
Electronics4
Environment1
General1
Industry25
Law1
Life sciences1
Mechanic engineering14
Metallurgy5
Municipal planning1
Trade unions1