DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Prämiengeschäft n
fin. δικαίωμα προαίρεσης
Prämiengeschäfte n
fin. συμβάσεις επί δώρω; πράξεις επί δώρω; πράξεις με άσκηση δικαιώματος επιλογής