DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Prämie [ˈpʁɛːmi̯ə] f f =, -n
environ. ασφάλιστρο; αμοιβή; βραβείο; πριμ
fin. διαφορά υπέρ το άρτιο; επιακαταλλαγή; τιμή του δικαιώματος προαίρεσης; τίμημα του δικαιώματος προαίρεσης; agio
Prämie
: 87 phrases in 10 subjects
Agriculture35
Economy5
Finances19
General2
Government, administration and public services2
Insurance14
Microsoft1
Politics1
Social science3
Transport5