DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Polsterung f f =, -en
mater.sc., industr., construct. γέμισμα; στούπωμα
transp. γέμιση καθίσματος; εσωτερική επένδυση καθίσματος
Polsterung
: 1 phrase in 1 subject
Chemistry1