DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Polieren v
chem. λείανση
chem., construct. λουστράρισμα
chem., met. λείανση με δίσκο
industr. τελική στίλβωση
industr., construct. στίλβωμα,γυάλισμα
industr., construct., met. στίλβωση με φελλό
met. τριβή με σκληρό λειαντήρα
tech. στίλβωση
polieren v
construct. λείανση
cultur., commun. στιλβώνω; γυαλίζω; λουστράρω
met. λειαίνω; στίλβωση
Polier v
chem., el. αρχικτίστης
lab.law. προïστάμενος συνεργείου δομικών έργων; προϊστάμενος
law, construct. ο επι κεφαλής μιας ομάδας οικοδόμων; αρχιεργάτης
Polierer v
econ., lab.law. χειριστής στιλβωτικής μηχανής
Polieren
: 22 phrases in 7 subjects
Agriculture3
Chemistry5
Communications1
Industry8
Medical1
Metallurgy3
Technology1