DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Podest m m -es, -e
gen. εξέδρα; σκηνή
construct. πλατύσκαλο; ενδιάμεσο πλατύσκαλο; ημικατώφλιο
lab.law. ειδική επιφάνεια στήριξης