DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Pflanzgut n n -(e)s
agric. φυτό; φυτό προς φύτευση; φυτάριο
econ. δενδρύλλιο
forestr. μητρικό υλικό
med. φυτά προς φύτευση
Pflanzgut
: 5 phrases in 2 subjects
Agriculture4
Natural resourses and wildlife conservation1