DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Pferch m -(e)s, -e
agric. μάνδρα
Pferch v
health., anim.husb., food.ind. περίβολος αναμονής; χώρος αναμονής
industr., construct. μάντρα; μαντρί
Pferchen v
agric. μανδρισμός; σταυλισμός
Pferch
: 2 phrases in 1 subject
Agriculture2