DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Pellet n n -s, -s
agric. δεμάτι; δισκίο
Pellets n
gen. συσσωματώματα; συμπυκνώματα
Pellet v
gen. συμπυκνωμένη χορτονομή; συμπυκνωμένο προϊόν
agric. μπάλλα σανού; κροκέτα; σβώλος; χάπι
energ.ind., nucl.phys. δισκίο καυσίμου
fish.farm. συσσωμάτωμα
Pellen v
earth.sc. βυθομέτρηση; ανιχνευτική γεώτρηση
pellet v
el. σφαιρίδιο στερεού δευτερίου-τριτίου
Pellet
: 4 phrases in 3 subjects
Electronics1
General1
Medical2