DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Pellen v
earth.sc. βυθομέτρηση; ανιχνευτική γεώτρηση
Pellet v
gen. συμπυκνωμένη χορτονομή; συμπυκνωμένο προϊόν
agric. μπάλλα σανού; κροκέτα; σβώλος; χάπι
energ.ind., nucl.phys. δισκίο καυσίμου
fish.farm. συσσωμάτωμα
pellet v
el. σφαιρίδιο στερεού δευτερίου-τριτίου
Pellen
: 3 phrases in 2 subjects
Electronics1
Medical2