DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Passage f f =, -n
industr., construct. άκρια; κλωστή
med. διάβαση; δίοδος όδου; στενό
Passage adj.
gen. στενή δίοδος
industr., construct. εμβάπτιση; φιτίλι; δεσμίδα γιούτας
med. διάδρομος; πέρασμα
 German thesaurus
Passage f f =, -n
med. Ductus (Andrey Truhachev)
Passage
: 6 phrases in 3 subjects
Finances1
Medical4
Transport1