DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Parovarium n
med. επωοθήκιον; επωοθήκιο (epoophoron); επωοφόρο (epoophoron); παραοθήκιο (epoophoron); όργανο Rosenmüller (epoophoron); επωοφόρον