DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Papiergeld n -(e)s
econ. πιστωτικό χρήμα
fin. χρήμα ευχερώς υποκείμενο σε μεταβολές της αγοραστικής του δύναμης; χαρτονόμισμα f; ακάλυπτο χρήμα; παραστατικό χρήμα