DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Papier [paˈpiːɐ̯] n n -s, -e
econ. χαρτί
environ. ανακοίνωση; αξιόγραφο; έγγραφο; εφημερίδα; τίτλος
fin. τίτλος παραστατικός τίτλος; αξίες; διαπραγματεύσιμος τίτλος; τίτλοι; τίτλος αξία; χρεόγραφα; χαρτί του τραπεζογραμματίου
Papier
: 314 phrases in 22 subjects
Agriculture1
Chemistry5
Communications18
Cultural studies5
Environment8
Finances22
Forestry1
General3
Immigration and citizenship5
Industry125
Information technology6
Labor law1
Law4
Life sciences1
Marketing1
Materials science22
Mathematics2
Medical3
Religion2
Statistics2
Technology76
Wood processing1