DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Optionsgeschäft n
fin. δικαίωμα προαίρεσης; χρηματοοικονομικά δικαιώματα; σύμβαση δικαιώματος αγοράς ή πώλησης; σύμβαση οψιόν
Optionsgeschäfte n
econ. συμφωνίες μελλοντικής εκλογήςoptions
fin. πράξεις επί δώρω; πράξεις με άσκηση δικαιώματος επιλογής; συμβάσεις επί δώρω