DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Option f =, -en
gen. προαίρεση
fin. οψιόν; δικαίωμα προαίρεσης
forestr. επιλογή
Optionen f
account. προαιρετικά δικαιώματα οψιόν
comp., MS Επιλογές f
Options- f
fin. οψιόν
Option
: 100 phrase in 12 subjects
Communications1
Construction2
Education3
Environment2
Finances76
General6
Law2
Microsoft2
Nuclear physics2
Politics2
Religion1
Transport1