DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | noun | to phrases
Oozyte m
med. ωοκύτταρο; αγονιμοποίητο ωάριο
Oozyt n
med. ωοκύτταρο; αγονιμοποίητο ωάριο
Oozyte
: 4 phrases in 1 subject
Medical4