DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Observation f
environ. Επιτήρηση; επιτήρηση; επιτήρηση/επαγρύπνηση; παρακολούθηση
Observationen adj.
gen. παρακoλoυθήσεις
Observation
: 3 phrases in 2 subjects
Criminal law1
Medical2