DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Noppen f
industr. αφαίρεση των κόμβων
Noppe f f =, -n
industr., construct. πέλος; χονδράδες; νεπ
industr., construct., chem. Θηλειά υφάσματος; κόμβος νήματος
tech., industr., construct. θύσανος; τούφα; φασόν
Noppé f
industr., construct. νοπέ
noppen f
industr., construct. περνώ υφάδι
Noppen
: 3 phrases in 2 subjects
Metallurgy1
Technology2