DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
niesen f
med. φτερνίζομαι φτερνίστηκα; φταρνίζομαι φταρνίστηκα
Niesen f
med. φτέρνισμα; φτάρνισμα
Niese v
transp. οζίδιο
Niese
: 1 phrase in 1 subject
Earth sciences1