DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
Niederschlag v
gen. κατακρήμνησις; υετός
agric. άμορφο ίζημα
chem. κατακρήμνιση
commun. ηλεκτροτυπία
environ. ατμοσφαιρική κατακρήμνιση; πίπτοντα σωματίδια ρύπανσης
forestr. κατακρημνίσματα
med. κατακρήμνισμα; ίζημα
Niederschlagen adj.
pharma., chem. κατακρημνίζω
Niederschlagen
: 57 phrases in 11 subjects
Chemistry9
Communications1
Earth sciences3
Electronics1
Environment13
General5
Information technology1
Law1
Life sciences19
Metallurgy1
Transport3