DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Neigung f f =, -en
gen. σταθερή εγκάρσια κλίση
agric. κλίση από την κατακόρυφο
commun. κλίση τροχιάς δορυφόρου; γωνία κλίσης
comp., MS στρέβλωση
construct. Κλίση τοίχου
cultur., life.sc. κλίσις
life.sc., coal. κλίση επίπεδων γεωλογικών μορφών; κοίτασμα; Γωνία κλίσεως
med. κλίση
Neigung adj.
med. γέρσιμο; τάση; κατηφοριά; κατωφέρεια
Neigung
: 43 phrases in 13 subjects
Agriculture4
Communications7
Construction1
Finances3
General1
Health care2
Information technology1
Life sciences3
Medical3
Scientific1
Statistics1
Technology2
Transport14