DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Nebeneierstock m
med. επωοφόρον; επωοθήκιον; επωοθήκιο (epoophoron); επωοφόρο (epoophoron); παραοθήκιο (epoophoron); όργανο Rosenmüller (epoophoron)